παρατσιτώνω

παρατσιτώνω
παρατσίτωσα, παρατσιτώθηκα, παρατσιτωμένος, τεντώνω απ' όλες τις πλευρές κάτι πολύ, τανύζω: Το παρατσίτωσε ο τεχνίτης το δέρμα στο τύμπανο κι έσπασε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρατσιτώνω — 1. τεντώνω υπερβολικά, τσιτώνω πέρα από το κανονικό όριο 2. με συνεχή και ισχυρή πίεση εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”